- ανακμάζω
- ἀνακμάζω (Α)ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ἀκμάζω.ΠΑΡ. ἀνακμαστικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek
ανακμαστικός — ἀνακμαστικός, ή, όν (Μ) [ἀνακμάζω] αυτός που ακμάζει πάλι, ο ανηβητήριος* … Dictionary of Greek
ἀνακμάσασαν — ἀνακμάσᾱσαν , ἀνακμάζω break out afresh with renewed vigour aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)